- δηκτικούς
- δηκτικόςbitingmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
Πέρσιος, Φλάκος Αύλος — (Aulus Persius Flaccus, Βολτέρα 34 μ.Χ. – Ρώμη 62 μ.Χ.). Λατίνος σατιρικός ποιητής. Έχοντας διαμορφώσει τη σκέψη του σύμφωνα με τις στωικές αρχές, θέλησε, στις έξιΣάτιρέςτου σε εξάμετρα, να εκφράσει την αποδοκιμασία μιας αξιοπρεπούς συνείδησης… … Dictionary of Greek
Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… … Dictionary of Greek
Σωτάδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κωμικός ποιητής της μέσης αττικής κωμωδίας. Διασώθηκαν λίγα αποσπάσματα από τις κωμωδίες του Εγκλειόμενος και Παραλοτρούμενος. 2. Αρχαίος Έλληνας ποιητής από την Κρήτη, που έζησε στα χρόνια του Πτολεμαίου Φιλάδελφου.… … Dictionary of Greek
Ταρχανιώτης — Επώνυμο Βυζαντινών. Η οικογένεια Τ. ανέδειξε πολλούς συγγραφείς. Οι σπουδαιότεροι είναι: 1. Βασίλειος. Έζησε τον 11o αι. Ήταν επικεφαλής της δεξιάς φάλαγγας του στρατού του Μιχαήλ του Στρατιωτικού, στη μάχη που έγινε στη Νίκαια (1057) με τον… … Dictionary of Greek
ίαμβος — ο 1. αρχαίο μέτρο που αποτελείται από μια βραχύχρονη και μια μακρόχρονη συλλαβή. 2. στη νεοελληνική μετρική το μετρικό πόδι που αποτελείται από μια άτονη και μια τονισμένη συλλαβή. 3. ποίημα γραμμένο σε ιαμβικά μέτρα: Ο Αρχίλοχος έγραψε πολύ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)